- καλαμαύλης
- καλαμαύλης, ὁ (Α)αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιερ-αύλης, χορ-αύλης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαμαύλης — one who plays on a reed pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALAMAULES — Graece Καλαμαύλης, μόνανλος, qui unicam tibiam inflabat. Tibiarum enim materia antiquitus, harundines, an prima fuerit, incertum: ex offibus enim hinnuleorum primam omnium a Minerva factam esle, sunt qui tradant. Coeterum apud Veteres tibia… … Hofmann J. Lexicon universale
καλαμαύλας — καλαμαύλᾱς , καλαμαύλης one who plays on a reed pipe masc acc pl καλαμαύλᾱς , καλαμαύλης one who plays on a reed pipe masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALAMELLA — vel us, fistulatorius calamus, quô in bellis etiam num utuntur Helvetii. Iacobus Vittiacensis Histor. Orient. l. 3. et Oliver. Schol. Volebant enim sibi facere namen, cum tubis, calamellis, et signis multis progressi. A calamus, Gall. chalumeau… … Hofmann J. Lexicon universale
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
καλάμαυλος — καλάμαυλος, ὁ (Α) καλαμαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αὐλός] … Dictionary of Greek
καλαμαυλητής — καλαμαυλητής, ὁ (Α) καλαμαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αὐλητής] … Dictionary of Greek